- πανομφής
- -ές, Ααυτός που αποστέλλει μαντείες.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + ὀμφή «θεϊκή φωνή» κατά τα επίθ. σε -ής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πανομφέας — πανομφής masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)